Greek Meaning of dropping off
πτώση
Other Greek words related to πτώση
- μειούμενη
- φθίνων
- φθίνων
- πτώση
- υποχωρών
- βαθμιαία μείωση
- αποστράγγιση (μακριά)
- πεθαίνοντας (μακριά ή κάτω ή έξω)
- παρακμή
- τριγμός (προς τα κάτω)
- φθίνουσα
- χαλάρωση
- άμπωτης
- μείωση
- χαμήλωμα
- μετριαστικός
- υποχωρούσα
- επιεικής
- αποστολέας
- συρρίκνωση
- κωνικός
- εξαφανιζόμενος
- φθίνουσα
- εξασθένιση
- (ξεθώριασμα) προοδευτικά
- χαλαρώνω
- τήξη (εξαφάνιση)
- εξασθενίζων
- σταδιακή μείωση
- τ棘 (κάτω)
- (επιβράδυνση)
- πτώση (κάτω)
- μειούμενου
- συμπιέζοντας
- συμπύκνωση
- στενεύον
- σύναψη σύμβασης
- εξατμιζόμενος
- χλωμός
- χαλαρωτικό
- χαλάρωση
- καταρρέω
- καταρρέων
- εκτόνωσης
- σπατάλη (μακριά)
- δίνοντας
Nearest Words of dropping off
- dropping in (on) => έρχομαι ακάλεστος
- dropping in => πτώση
- dropping by => περνάω
- dropping behind => να μένει πίσω
- dropping back => υποχωρώντας
- dropping (off) => πτώση (απενεργοποίηση)
- dropped the ball => Έριξε την μπάλα
- dropped out of sight => Εξαφανίστηκε
- dropped off => έπεσε
- dropped in (on) => Έπεσα (σε)
- dropping out => διακοπή φοίτησης
- dropping out of sight => εξαφανίζομαι από τα μάτια
- dropping the ball => χάνοντας την μπάλα
- drops => σταγόνες
- drops in the bucket => σταγόνα στον ωκεανό
- drops out (of) => εγκαταλείπει (κάτι)
- droshkies => άμαξες
- droughts => ξηρασίες
- drouths => ξηρασία
- drove (away or off) => οδήγησε (μακριά ή έφυγε)
Definitions and Meaning of dropping off in English
dropping off
a marked dwindling or decline, a very steep or perpendicular descent, the act or an instance of making a usually brief deposit or delivery, to fall asleep
FAQs About the word dropping off
πτώση
a marked dwindling or decline, a very steep or perpendicular descent, the act or an instance of making a usually brief deposit or delivery, to fall asleep
μειούμενη,φθίνων,φθίνων,πτώση,υποχωρών,βαθμιαία μείωση,αποστράγγιση (μακριά),πεθαίνοντας (μακριά ή κάτω ή έξω),παρακμή,τριγμός (προς τα κάτω)
συσσωρεύοντας,κτίριο,διευρύνων,επεκτεινόμενος,αυξανόμενος,αυξανόμενο,εντατικοποίηση,τοποθέτηση,αυξανόμενος,Ανυψωτική
dropping in (on) => έρχομαι ακάλεστος, dropping in => πτώση, dropping by => περνάω, dropping behind => να μένει πίσω, dropping back => υποχωρώντας,