FAQs About the word barging (in)

εισβάλλω (μέσα)

διάρρηξη,Συνεισφέρειν,κοπή,ανάμειξη,βάζοντας,ενοχλητικός,ηχεί,διακόπτωντας,ενοχλητικός,προσθήκη

τσεκάροντας,χαρτογράφηση (εξόδου),πηγαίνω,αναχώρηση,φυγόδικος,γρήγορα

barging => εισβολή, barges => Ναυαγοσωστικά, barged (in) => εισέβαλε (σε), barged => εισέβαλε, barge (in) => Φορτώστε,