Greek Meaning of barging (in)
εισβάλλω (μέσα)
Other Greek words related to εισβάλλω (μέσα)
Nearest Words of barging (in)
Definitions and Meaning of barging (in) in English
barging (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word barging (in)
εισβάλλω (μέσα)
διάρρηξη,Συνεισφέρειν,κοπή,ανάμειξη,βάζοντας,ενοχλητικός,ηχεί,διακόπτωντας,ενοχλητικός,προσθήκη
τσεκάροντας,χαρτογράφηση (εξόδου),πηγαίνω,αναχώρηση,φυγόδικος,γρήγορα
barging => εισβολή, barges => Ναυαγοσωστικά, barged (in) => εισέβαλε (σε), barged => εισέβαλε, barge (in) => Φορτώστε,