Greek Meaning of interposing
παρεμβάλλων
Other Greek words related to παρεμβάλλων
Nearest Words of interposing
- interposit => παρεμβάλλω
- interposition => παρεμβολή
- interposure => παρεμβολή
- interpret => ερμηνεύω
- interpretable => επεξηγήσιμος
- interpretament => interpretament
- interpretation => ερμηνεία
- interpretative => ερμηνευτικός
- interpretative dance => Ερμηνευτικός χορός
- interpretative dancing => Ερμηνευτικός χορός
Definitions and Meaning of interposing in English
interposing (p. pr. & vb. n.)
of Interpose
FAQs About the word interposing
παρεμβάλλων
of Interpose
παρεμβατικός,παρεμβαίνων,μεσολάβηση,μεσολαβώντας,μεσολαβητικός,διαιτητικός,ενοχλητικός,ληστεία,Επέμβαση,κοπή
αποφυγή,έτοιμος,αγνοώντας,αποφεύγοντας,αγνοώντας,θέα,αποφυγή
interposer => ενδιάμεση, interposed => παρεμβαλλόμενος, interpose => παρεμβάλλω, interposal => παρεμβολή, interponent => διάμεσος,