Greek Meaning of interpolating
παρεμβάλλοντας
Other Greek words related to παρεμβάλλοντας
- εισάγοντας
- εισαγωγή
- προσθήκη
- κατάλληλος (για μέσα ή μέσα)
- ενίοντας
- υπονοητικός
- παρεμβαίνοντας
- παρεμβάλλων
- παρεμβάλλοντας
- Ύφανση
- εργαζόμενος σε
- προσθήκη
- συνδέω
- κοπή
- εσωτερική άκρη
- ένθετο
- έμπτωση
- εγκατάσταση
- διακείμενος
- Ενδιάμεση αρχειοθέτηση
- ενδοσακίδιον
- Επιχρίω
- σάντουιτς **(μέσα ή ανάμεσα)
- Σπρώχνω
- ωθήση
- σφήνωση
Nearest Words of interpolating
Definitions and Meaning of interpolating in English
interpolating (p. pr. & vb. n.)
of Interpolate
FAQs About the word interpolating
παρεμβάλλοντας
of Interpolate
εισάγοντας,εισαγωγή,προσθήκη,κατάλληλος (για μέσα ή μέσα),ενίοντας,υπονοητικός,παρεμβαίνοντας,παρεμβάλλων,παρεμβάλλοντας,Ύφανση
εξαλείφοντας,εξαιρουμένων,εξαγωγή,Αφαίρεση,απόσυρση ,αφαιρώντας,εκτίναξη,Απέλαση,Απορριπτικός,αποσπώντας
interpolated => παρεμβεβλημένος, interpolate => παρεμβάλλω, interpolable => ενδιάμεσο, interpol => Ίντερπολ, interpoint => Ενδιάμεσο σημείο,