Greek Meaning of inlaying
ένθετο
Other Greek words related to ένθετο
- κοπή
- ενίοντας
- εισάγοντας
- έμπτωση
- εγκατάσταση
- παρεμβάλλοντας
- προσθήκη
- εσωτερική άκρη
- κατάλληλος (για μέσα ή μέσα)
- υπονοητικός
- διακείμενος
- παρεμβαίνοντας
- παρεμβάλλων
- παρεμβάλλοντας
- εισαγωγή
- σάντουιτς **(μέσα ή ανάμεσα)
- ωθήση
- Ύφανση
- σφήνωση
- εργαζόμενος σε
- προσθήκη
- συνδέω
- κράμπαρης
- Ενδιάμεση αρχειοθέτηση
- ενδοσακίδιον
- Επιχρίω
- Σπρώχνω
Nearest Words of inlaying
Definitions and Meaning of inlaying in English
inlaying (p. pr. & vb. n.)
of Inlay
FAQs About the word inlaying
ένθετο
of Inlay
κοπή,ενίοντας,εισάγοντας,έμπτωση,εγκατάσταση,παρεμβάλλοντας,προσθήκη,εσωτερική άκρη,κατάλληλος (για μέσα ή μέσα),υπονοητικός
εξαλείφοντας,εξαιρουμένων,εξαγωγή,απόσυρση ,αφαιρώντας,εκτίναξη,Απέλαση,Αφαίρεση,αποσπώντας,Απορριπτικός
inlayer => ένθετος, inlay => ένθετο, in-law => Μπάρμπας, inlaw => Γαμπρός, inlard => σοβαρός,