Greek Meaning of intercalating

διακείμενος

Other Greek words related to διακείμενος

Definitions and Meaning of intercalating in English

Webster

intercalating (p. pr. & vb. n.)

of Intercalate

FAQs About the word intercalating

διακείμενος

of Intercalate

εισάγοντας,εισαγωγή,προσθήκη,κατάλληλος (για μέσα ή μέσα),ενίοντας,υπονοητικός,παρεμβαίνοντας,παρεμβάλλοντας,παρεμβάλλων,παρεμβάλλοντας

εξαλείφοντας,εξαιρουμένων,εξαγωγή,απόσυρση ,αφαιρώντας,εκτίναξη,Απέλαση,Αφαίρεση,αποσπώντας,Απορριπτικός

intercalated => παρεμβατικός, intercalate => παρεμβάλλω, intercalary year => δίσεκτο έτος, intercalary => εμβόλιμος, intercalar => εμβόλιμος,