Greek Meaning of intercalated
παρεμβατικός
Other Greek words related to παρεμβατικός
- τοποθετημένος
- διάσπαρτος
- εισήχθη
- πρόσθεσε
- με άκρα
- χωράω (σε)
- Κατάλληλος (σε ή μέσα)
- εγχυμένος
- insinuated
- παρενέβη
- παρεμβεβλημένος
- παρεμβαλλόμενος
- σφηνωμένος (σε ή μεταξύ)
- εργάστηκε στο
- επισυναπτόμενος
- Επισυναπτόμενος
- γεμάτο
- κόβω
- Ενσωματωμένος
- ένθετος
- τοποθετημένο
- εγκατεστημένο
- διαδραστικός
- επενδεδυμένος
- λαρδέ
- έσπρωξε
- ώθηση
- υφαντός
- σφηνωμένος
- υφαίνω
Nearest Words of intercalated
- intercalating => διακείμενος
- intercalation => εμβόλιμο
- intercapitular vein => μεσοκεφαλική φλέβα
- intercarotid => διακαρωτιδικός
- intercarpal => διακαρπικός
- intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος
- intercavernous => σπηλαιώδης
- intercede => μεσολαβώ
- interceded => μεσολάβησε
- intercedence => μεσιτεία
Definitions and Meaning of intercalated in English
intercalated (imp. & p. p.)
of Intercalate
FAQs About the word intercalated
παρεμβατικός
of Intercalate
τοποθετημένος,διάσπαρτος,εισήχθη,πρόσθεσε,με άκρα,χωράω (σε),Κατάλληλος (σε ή μέσα),εγχυμένος,insinuated,παρενέβη
αποκλείστηκε,Εξαιρούμενος,εκδιωκόμενος,εξαγόμενος,αποσύρθηκε,αφαιρείται,αποσπασμένος,εκτοπισμένος,απορριπτόμενος,αφαιρείται
intercalate => παρεμβάλλω, intercalary year => δίσεκτο έτος, intercalary => εμβόλιμος, intercalar => εμβόλιμος, interbreeding => Διασταύρωση,