Greek Meaning of worked in
εργάστηκε στο
Other Greek words related to εργάστηκε στο
- χωράω (σε)
- Κατάλληλος (σε ή μέσα)
- τοποθετημένος
- εισήχθη
- πρόσθεσε
- κόβω
- με άκρα
- εγχυμένος
- insinuated
- παρεμβατικός
- παρενέβη
- παρεμβεβλημένος
- παρεμβαλλόμενος
- διάσπαρτος
- σφηνωμένος (σε ή μεταξύ)
- υφαντός
- επισυναπτόμενος
- Επισυναπτόμενος
- Ενσωματωμένος
- ένθετος
- τοποθετημένο
- εγκατεστημένο
- διαδραστικός
- επενδεδυμένος
- λαρδέ
- έσπρωξε
- ώθηση
- σφηνωμένος
- υφαίνω
Nearest Words of worked in
- worked (over) => δούλεψε (πάνω)
- worked (on) => εργάστηκε (σε)
- worked (for) => εργάστηκε (για)
- worked (at) => δούλεψε σε
- workboats => Εργατικά σκάφη
- workboat => Εργατικό σκάφος
- workableness => επεξεργασιμότητα
- workability => κατεργαστικότητα
- work camps => στρατόπεδα εργασίας
- work bag => τσάντα εργασίας
Definitions and Meaning of worked in in English
worked in
to insert or cause to penetrate by repeated or continued effort, to interpose or insinuate gradually or unobtrusively
FAQs About the word worked in
εργάστηκε στο
to insert or cause to penetrate by repeated or continued effort, to interpose or insinuate gradually or unobtrusively
χωράω (σε),Κατάλληλος (σε ή μέσα),τοποθετημένος,εισήχθη,πρόσθεσε,κόβω,με άκρα,εγχυμένος,insinuated,παρεμβατικός
αποκλείστηκε,Εξαιρούμενος,εξαγόμενος,αποσύρθηκε,αφαιρείται,αποσπασμένος,εκτοπισμένος,εκδιωκόμενος,απορριπτόμενος,αφαιρείται
worked (over) => δούλεψε (πάνω), worked (on) => εργάστηκε (σε), worked (for) => εργάστηκε (για), worked (at) => δούλεψε σε, workboats => Εργατικά σκάφη,