Greek Meaning of inlaid

Ενσωματωμένος

Other Greek words related to Ενσωματωμένος

Definitions and Meaning of inlaid in English

Wordnet

inlaid (s)

adorned by inlays

Webster

inlaid (p. p.)

of Inlay.

FAQs About the word inlaid

Ενσωματωμένος

adorned by inlaysof Inlay.

κόβω,χωράω (σε),εγχυμένος,τοποθετημένος,ένθετος,εγκατεστημένο,με άκρα,Κατάλληλος (σε ή μέσα),τοποθετημένο,insinuated

αποκλείστηκε,Εξαιρούμενος,εξαγόμενος,αποσύρθηκε,αφαιρείται,αποσπασμένος,εκτοπισμένος,εκδιωκόμενος,απορριπτόμενος,αφαιρείται

inlagation => εισπνοή, inlacing => δέσιμο, inlaced => Δεμένος, inlace => Ένθετο, inla => Ινλα,