Greek Meaning of appended
επισυναπτόμενος
Other Greek words related to επισυναπτόμενος
- πρόσθεσε
- παρακείμενος
- προσαρτημένο
- προσαρτημένος
- Επισυναπτόμενος
- επεκταθεί
- τοποθετημένος
- εισήχθη
- συνημμένος
- καρφωμένο
- μεγαλοποιημένος
- ενισχυμένοι
- Ενισχυμένο
- ενισχυμένο
- σύνθετος
- επιμήκης
- επιβεβλημένος
- βελτιωμένο
- διευρυμένο
- διευρυμένο
- στερεωμένο
- σταθερός
- εμβολιασμένο
- ενισχυμένο
- παντρεμένος
- αυξημένος
- εγχυμένο
- εγχυμένος
- εντατικοποιημένος
- επιμήκης
- Μεγεθυσμένη
- πολλαπλασιασμένο
- παρατεταμένος
- παρατεταμένος
- ενισχυμένη
- Ενισχυμένο
- Ετικέτα
- δεμένος
- συμπληρωμένο
- κλιμακωθείς
- διαπεραστικός
- μεγιστοποιημένος
- συμπληρωματικός
- δοθείς
- πρησμένο
- αφαιρείται
- αφαιρέθηκε
- διαχωρισμένος
- αφαιρείται
- μειώθηκε
- συντομευμένος
- ακρωτηριασμένος
- συγκρατημένος
- συμφωνημένο
- κόβω
- μειωμένος
- αποσπασμένος
- ελαττωμένος
- αποσυνδεδεμένο
- δυσλειτουργικός
- αποκομμένο
- λιγότερο
- μειωμένος
- μειωμένη
- αποκομμένος
- συντομευμένο
- Καταρρίφθηκε
- Απογειώθηκε
- συντομευμένο
- συμπιεσμένος
- στενός
- χαλαρός
- Συμπυκνωμένο
- περικομμένος
- μείωση
- κομμένο (από)
Nearest Words of appended
Definitions and Meaning of appended in English
appended (imp. & p. p.)
of Append
FAQs About the word appended
επισυναπτόμενος
of Append
πρόσθεσε,παρακείμενος,προσαρτημένο,προσαρτημένος,Επισυναπτόμενος,επεκταθεί,τοποθετημένος,εισήχθη,συνημμένος,καρφωμένο
αφαιρείται,αφαιρέθηκε,διαχωρισμένος,αφαιρείται,μειώθηκε,συντομευμένος,ακρωτηριασμένος,συγκρατημένος,συμφωνημένο,κόβω
appendectomy => σκωληκοειδεκτομή, appendant => παράρτημα, appendance => παράρτημα, appendaged => προσαρτώμενο, appendage => προσάρτημα,