Greek Meaning of appendicle
σκωληκοειδής απόφυση
Other Greek words related to σκωληκοειδής απόφυση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of appendicle
- appendicular => σκωληκοειδούς
- appendicular artery => σκωληκοειδής αρτηρία
- appendicular skeleton => Σκελετός των άκρων
- appendicular vein => Επιφανειακή αδενοειδή φλέβα
- appendicularia => ακολοθιστικοί
- appendiculata => επένδυση
- appendiculate => προσκείμενος
- appending => προσθήκη
- appendix => σκωληκοειδής απόφυση
- appendix vermiformis => σκωληκοειδής απόφυση
Definitions and Meaning of appendicle in English
appendicle (n)
a small appendage
appendicle (n.)
A small appendage.
FAQs About the word appendicle
σκωληκοειδής απόφυση
a small appendageA small appendage.
No synonyms found.
No antonyms found.
appendicitis => σκωληκοειδίτιδα, appendices => παραρτήματα, appendicectomy => αμυγδαλεκτομή, appendication => σκωληκοειδής απόφυση, appendicate => Παράρτημα,