Greek Meaning of grafted

εμβολιασμένο

Other Greek words related to εμβολιασμένο

Definitions and Meaning of grafted in English

Webster

grafted (imp. & p. p.)

of Graft

FAQs About the word grafted

εμβολιασμένο

of Graft

πρόσθεσε,προσαρτημένο,προσαρτημένος,επισυναπτόμενος,Επισυναπτόμενος,Ενισχυμένο,στερεωμένο,εγχυμένο,εγχυμένος,τοποθετημένος

αφαιρείται,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αφαιρέθηκε,διαχωρισμένος,αποκομμένος,αφαιρείται,μειώθηκε,ακρωτηριασμένος,συγκρατημένος

graftage => εμβολιασμός, graft => Μόσχευμα, graffito => γκράφιτι, graffiti => Γκράφιτι, graffer => Γκραφιτάς,