Greek Meaning of grafting
Εμβολιασμός
Other Greek words related to Εμβολιασμός
- προσθήκη
- γειτονικός
- προσάρτηση
- προσαρτώντας
- προσθήκη
- συνδέω
- αυξανόμενος
- σύνθετη
- διευρύνων
- επεκτεινόμενος
- στερέωση
- επιδιόρθωση
- ωτο-στόπ
- αυξανόμενο
- έγχυση
- ενίοντας
- εισάγοντας
- εισαγωγή
- επιμήκυνση
- πολλαπλασιαστής
- Επισήμανση
- δέσιμο
- tacking (στο)
- δέσιμο
- υπερβολικός
- ενίσχυση
- ενίσχυση
- επιμήκυνξη
- επιβολή
- ενισχυτικό
- εκτίνω
- εντατικοποίηση
- ανατροφή
- ενδυνάμωση
- προσθήκη
- παρέχοντας
- συμπληρωματικός
- κλιμακωτή
- διαχυτός
- παρατείνοντας
- παράταση
- ενισχύοντας
- συμπληρώνοντας
- πρήξιμο (πάνω)
- Ύψος
- μεγεθυντικός
- μεγιστοποίηση
- ενισχύοντας
- ενισχυτικός
- Κοπή
- αφαιρώντας
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- Απομάκρυνση
- διαχωρίζοντας
- Απογείωση
- Αφαίρεση
- μειούμενου
- ακρωτηριασμός
- ξύλο
- σύναψη σύμβασης
- φθίνων
- φθίνων
- διαχωρισμός
- εκτομή
- μείωση
- χαμήλωμα
- μειώνοντας
- διαχωρισμός
- συντόμευση
- ξεκούμπωμα
- χτυπώντας
- σύντμηση
- συντομεύοντας
- συμπιέζοντας
- συμπύκνωση
- στενεύον
- περικοπή
- κόψιμο
- αποκοπή (αποκοπή)
Nearest Words of grafting
Definitions and Meaning of grafting in English
grafting (n)
the act of grafting something onto something else
grafting (p. pr. & vb. n.)
of Graft
grafting (n.)
The act or method of weaving a cover for a ring, rope end, etc.
The transplanting of a portion of flesh or skin to a denuded surface; autoplasty.
A scarfing or endwise attachment of one timber to another.
FAQs About the word grafting
Εμβολιασμός
the act of grafting something onto something elseof Graft, The act or method of weaving a cover for a ring, rope end, etc., The transplanting of a portion of fl
προσθήκη,γειτονικός,προσάρτηση,προσαρτώντας,προσθήκη,συνδέω,αυξανόμενος,σύνθετη,διευρύνων,επεκτεινόμενος
Κοπή,αφαιρώντας,αποσπώντας,αποσύνδεσης,Απομάκρυνση,διαχωρίζοντας,Απογείωση,Αφαίρεση,μειούμενου,ακρωτηριασμός
grafter => εμβολιαστής, grafted => εμβολιασμένο, graftage => εμβολιασμός, graft => Μόσχευμα, graffito => γκράφιτι,