Greek Meaning of bating
ξύλο
Other Greek words related to ξύλο
- μειούμενου
- αφαιρώντας
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- μειώνοντας
- Απομάκρυνση
- διαχωρίζοντας
- Απογείωση
- Αφαίρεση
- ακρωτηριασμός
- σύναψη σύμβασης
- Κοπή
- φθίνων
- φθίνων
- διαχωρισμός
- εκτομή
- μείωση
- χαμήλωμα
- διαχωρισμός
- συντόμευση
- ξεκούμπωμα
- περικοπή
- χτυπώντας
- σύντμηση
- συντομεύοντας
- συμπιέζοντας
- συμπύκνωση
- στενεύον
- Απόλυση
- κόψιμο
- αποκοπή (αποκοπή)
Nearest Words of bating
Definitions and Meaning of bating in English
bating (p. pr. & vb. n.)
of Bate
bating (prep.)
With the exception of; excepting.
FAQs About the word bating
ξύλο
of Bate, With the exception of; excepting.
μειούμενου,αφαιρώντας,αποσπώντας,αποσύνδεσης,μειώνοντας,Απομάκρυνση,διαχωρίζοντας,Απογείωση,Αφαίρεση,ακρωτηριασμός
προσθήκη,γειτονικός,προσαρτώντας,προσθήκη,συνδέω,δέσιμο,tacking (στο),προσάρτηση,στερέωση,επιδιόρθωση
batik => Μπατίκ, batidaceae => βατραχιωειδή, bathysphere => Βαθυσφαίρα, bathyscaphe => βαθυσκάφος, bathyscaph => Βαθυσκάφος,