Greek Meaning of bating

ξύλο

Other Greek words related to ξύλο

Definitions and Meaning of bating in English

Webster

bating (p. pr. & vb. n.)

of Bate

Webster

bating (prep.)

With the exception of; excepting.

FAQs About the word bating

ξύλο

of Bate, With the exception of; excepting.

μειούμενου,αφαιρώντας,αποσπώντας,αποσύνδεσης,μειώνοντας,Απομάκρυνση,διαχωρίζοντας,Απογείωση,Αφαίρεση,ακρωτηριασμός

προσθήκη,γειτονικός,προσαρτώντας,προσθήκη,συνδέω,δέσιμο,tacking (στο),προσάρτηση,στερέωση,επιδιόρθωση

batik => Μπατίκ, batidaceae => βατραχιωειδή, bathysphere => Βαθυσφαίρα, bathyscaphe => βαθυσκάφος, bathyscaph => Βαθυσκάφος,