Greek Meaning of subjoining

προσθήκη

Other Greek words related to προσθήκη

Definitions and Meaning of subjoining in English

Wordnet

subjoining (n)

the act of supplementing

FAQs About the word subjoining

προσθήκη

the act of supplementing

προσθήκη,γειτονικός,προσάρτηση,προσαρτώντας,προσθήκη,συνδέω,επεκτεινόμενος,εισάγοντας,εισαγωγή,tacking (στο)

μειούμενου,αφαιρώντας,αποσπώντας,αποσύνδεσης,μειώνοντας,Απομάκρυνση,διαχωρίζοντας,Απογείωση,χτυπώντας,Αφαίρεση

subjoin => προσθέτω, subjectivity => υποκειμενικότητα, subjectivist => υποκειμενιστής, subjectivism => υποκειμενισμός, subjectiveness => υποκειμενικότητα,