Greek Meaning of swelling (up)

πρήξιμο (πάνω)

Other Greek words related to πρήξιμο (πάνω)

Definitions and Meaning of swelling (up) in English

swelling (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word swelling (up)

πρήξιμο (πάνω)

ενίσχυση,αυξανόμενος,σύνθετη,διευρύνων,επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,εισάγοντας,πολλαπλασιαστής,ενισχύοντας,κλιμακωτή

αφαιρώντας,Απομάκρυνση,διαχωρίζοντας,Απογείωση,χτυπώντας,Αφαίρεση,μειούμενου,ξύλο,σύναψη σύμβασης,Κοπή

swellheadedness => μεγαλομανία, swellheaded => αλαζονικός, swelled-headed => φαντασμένος, swelled (up) => πρησμένο, swell (up) => (πρήζομαι),