Greek Meaning of larded

λαρδέ

Other Greek words related to λαρδέ

Definitions and Meaning of larded in English

Webster

larded (imp. & p. p.)

of Lard

FAQs About the word larded

λαρδέ

of Lard

Ενσωματωμένος,επενδεδυμένος,υφαντός,υφαίνω,πρόσθεσε,επισυναπτόμενος,γεμάτο,κόβω,χωράω (σε),Κατάλληλος (σε ή μέσα)

αποκλείστηκε,Εξαιρούμενος,εξαγόμενος,αποσύρθηκε,αφαιρείται,αποσπασμένος,εκτοπισμένος,εκδιωκόμενος,απορριπτόμενος,αφαιρείται

lardaceous => Σαλαμοειδής, lardacein => Λαρδακίνη, lard oil => Χοιρινό λίπος, lard => Χοιρινό λίπος, larchen => φτελιά,