FAQs About the word working (for)

εργάζεται για

σερβίρισμα,περιμένοντας,περιμένοντας,λειτουργούν,τείνων (προς),παρών

No antonyms found.

working (at) => εργάζομαι σε, working (at or on) => δουλεύω (σε ή πάνω), workhorses => άλογα εργασίας, workfolks => συνάδελφοι, workers => εργάτες,