FAQs About the word workability

κατεργαστικότητα

feasible, capable of being worked, practicable, feasible

προσαρμοστικότητα,Ελαστικότητα,ευελιξία,Ευκαμψία,ευλυγισία,Ελαστικότητα,ευκαμψία,Ευκαμψία,Ανθεκτικότητα,Ευλυγισία

ακαμψία,Ακαμψία,Ακαμψία

work camps => στρατόπεδα εργασίας, work bag => τσάντα εργασίας, work (over) => εργασία (πάρα πολύ), work (on) => δουλεύω (σε), work (for) => δουλεύω για,