Greek Meaning of workability
κατεργαστικότητα
Other Greek words related to κατεργαστικότητα
Nearest Words of workability
Definitions and Meaning of workability in English
workability
feasible, capable of being worked, practicable, feasible
FAQs About the word workability
κατεργαστικότητα
feasible, capable of being worked, practicable, feasible
προσαρμοστικότητα,Ελαστικότητα,ευελιξία,Ευκαμψία,ευλυγισία,Ελαστικότητα,ευκαμψία,Ευκαμψία,Ανθεκτικότητα,Ευλυγισία
ακαμψία,Ακαμψία,Ακαμψία
work camps => στρατόπεδα εργασίας, work bag => τσάντα εργασίας, work (over) => εργασία (πάρα πολύ), work (on) => δουλεύω (σε), work (for) => δουλεύω για,