FAQs About the word malleability

ελατότητα

the property of being physically malleable; the property of something that can be worked or hammered or shaped without breakingThe quality or state of being mal

ευελιξία,Ελαστικότητα,προσαρμοστικότητα,Ευκαμψία,ευκαμψία,Ανθεκτικότητα,Ελαστικότητα,ευλυγισία,Ευκαμψία,Ευλυγισία

ακαμψία,Ακαμψία,Ακαμψία

mallarme => Μαλαρμέ, mallard => Βαρβάρα, mall => εμπορικό κέντρο, malkin => Δαίμονας, malison => κατάρα,