Greek Meaning of intercalar
εμβόλιμος
Other Greek words related to εμβόλιμος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intercalar
- interbreeding => Διασταύρωση
- interbreed => Διασταύρωση
- interbred => διασταύρωση
- interbranchial => βραγχιοκυψελικός
- interbrain => Ενδιάμεσος εγκέφαλος
- interbrachial => Μεσοβραχιόνιος
- interbastation => Διασταύρωση
- interbank loan => Διατραπεζικός δανεισμός
- interaxis => Interaxis
- interaxillary => μεσομασχάλιος
- intercalary => εμβόλιμος
- intercalary year => δίσεκτο έτος
- intercalate => παρεμβάλλω
- intercalated => παρεμβατικός
- intercalating => διακείμενος
- intercalation => εμβόλιμο
- intercapitular vein => μεσοκεφαλική φλέβα
- intercarotid => διακαρωτιδικός
- intercarpal => διακαρπικός
- intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος
Definitions and Meaning of intercalar in English
intercalar (a.)
Intercalary.
FAQs About the word intercalar
εμβόλιμος
Intercalary.
No synonyms found.
No antonyms found.
interbreeding => Διασταύρωση, interbreed => Διασταύρωση, interbred => διασταύρωση, interbranchial => βραγχιοκυψελικός, interbrain => Ενδιάμεσος εγκέφαλος,