Greek Meaning of intercalary year
δίσεκτο έτος
Other Greek words related to δίσεκτο έτος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intercalary year
- intercalary => εμβόλιμος
- intercalar => εμβόλιμος
- interbreeding => Διασταύρωση
- interbreed => Διασταύρωση
- interbred => διασταύρωση
- interbranchial => βραγχιοκυψελικός
- interbrain => Ενδιάμεσος εγκέφαλος
- interbrachial => Μεσοβραχιόνιος
- interbastation => Διασταύρωση
- interbank loan => Διατραπεζικός δανεισμός
- intercalate => παρεμβάλλω
- intercalated => παρεμβατικός
- intercalating => διακείμενος
- intercalation => εμβόλιμο
- intercapitular vein => μεσοκεφαλική φλέβα
- intercarotid => διακαρωτιδικός
- intercarpal => διακαρπικός
- intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος
- intercavernous => σπηλαιώδης
- intercede => μεσολαβώ
Definitions and Meaning of intercalary year in English
intercalary year (n)
a calendar year with an extra day added in February
FAQs About the word intercalary year
δίσεκτο έτος
a calendar year with an extra day added in February
No synonyms found.
No antonyms found.
intercalary => εμβόλιμος, intercalar => εμβόλιμος, interbreeding => Διασταύρωση, interbreed => Διασταύρωση, interbred => διασταύρωση,