Greek Meaning of intercarpal
διακαρπικός
Other Greek words related to διακαρπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intercarpal
- intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος
- intercavernous => σπηλαιώδης
- intercede => μεσολαβώ
- interceded => μεσολάβησε
- intercedence => μεσιτεία
- intercedent => μεσολαβητής
- interceder => μεσιτεύω
- interceding => μεσολάβηση
- intercellular => διακυτταρικός
- intercellular substance => εξωκυτταρική μήτρα
Definitions and Meaning of intercarpal in English
intercarpal (a.)
Between the carpal bone; as, intercarpal articulations, ligaments.
FAQs About the word intercarpal
διακαρπικός
Between the carpal bone; as, intercarpal articulations, ligaments.
No synonyms found.
No antonyms found.
intercarotid => διακαρωτιδικός, intercapitular vein => μεσοκεφαλική φλέβα, intercalation => εμβόλιμο, intercalating => διακείμενος, intercalated => παρεμβατικός,