Greek Meaning of interceder
μεσιτεύω
Other Greek words related to μεσιτεύω
- Πρέσβης
- Δικηγόρος
- μεσίτης
- προσωρινή μνήμη
- έντιμος μεσάζοντας
- μεσάζοντας
- μεσαίο
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- έμπορος
- διαπραγματευτής
- ειρηνοποιός
- σύμβουλος
- σύμβουλος
- πράκτορας
- μεσολαβητής
- αντιπρόσωπος
- απεσταλμένος
- παράγοντας
- μεσολαβητής
- μεσάζων
- ενδιάμεση
- Κριτής
- μεσάζοντας
- διαμεσολαβητής
- πληρεξούσιος
- Διαιτητής
- αντιπρόσωπος
- διαιτητής
- κατευναστής
- διαιτητής
- Διαιτητής
- διαπραγματευτής
- Περιέργεια
- σύμβουλος
- σύμβουλος
- αναπληρωτής
- απεσταλμένος
- Λεγάτος
- μέσο
- αγγελιαφόρος
- ειρηνοποιός
- εισαγγελέας
- διαλλακτής
- Αντιμετώπιση προβλημάτων
Nearest Words of interceder
- intercedent => μεσολαβητής
- intercedence => μεσιτεία
- interceded => μεσολάβησε
- intercede => μεσολαβώ
- intercavernous => σπηλαιώδης
- intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος
- intercarpal => διακαρπικός
- intercarotid => διακαρωτιδικός
- intercapitular vein => μεσοκεφαλική φλέβα
- intercalation => εμβόλιμο
- interceding => μεσολάβηση
- intercellular => διακυτταρικός
- intercellular substance => εξωκυτταρική μήτρα
- intercentra => μεσοκοιλιόσπονδυλοι
- intercentral => Ενδιάμεσος
- intercentrum => μεσοσπονδύλιο
- intercept => υποκλέπτω
- intercepted => υποκλαπεί
- intercepter => αναχαιτιστής
- intercepting => παρακολούθηση
Definitions and Meaning of interceder in English
interceder (n.)
One who intercedes; an intercessor; a mediator.
FAQs About the word interceder
μεσιτεύω
One who intercedes; an intercessor; a mediator.
Πρέσβης,Δικηγόρος,μεσίτης,προσωρινή μνήμη,έντιμος μεσάζοντας,μεσάζοντας,μεσαίο,Σύνδεσμος,μεσολαβητής,έμπορος
No antonyms found.
intercedent => μεσολαβητής, intercedence => μεσιτεία, interceded => μεσολάβησε, intercede => μεσολαβώ, intercavernous => σπηλαιώδης,