Greek Meaning of negotiant
έμπορος
Other Greek words related to έμπορος
- διαπραγματευτής
- μεσάζοντας
- διαμεσολαβητής
- διαπραγματευτής
- πληρεξούσιος
- πράκτορας
- Πρέσβης
- κατευναστής
- Δικηγόρος
- μεσίτης
- προσωρινή μνήμη
- μεσολαβητής
- αναπληρωτής
- παράγοντας
- έντιμος μεσάζοντας
- μεσιτεύω
- μεσάζων
- μεσαίο
- Λεγάτος
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- αγγελιαφόρος
- μεσάζοντας
- ειρηνοποιός
- ειρηνοποιός
- εισαγγελέας
- διαλλακτής
- Αντιμετώπιση προβλημάτων
- Περιέργεια
- αντιπρόσωπος
- απεσταλμένος
- απεσταλμένος
- μεσολαβητής
- παρεμβολέας
- ενδιάμεση
- Ο μεσολαβητής
- μέσο
- αντιπρόσωπος
Nearest Words of negotiant
- negotiate => Διαπραγματεύομαι
- negotiated => διαπραγματευμένος
- negotiating => διαπραγμάτευση
- negotiation => διαπραγμάτευση
- negotiator => διαπραγματευτής
- negotiatory => διαπραγματευτικός
- negotiatress => διαπραγματευτής
- negotiatrix => διαπραγματευτής
- negotiosity => διαπραγματεύσιμο
- negotious => επιχειρηματικός
Definitions and Meaning of negotiant in English
negotiant (n)
someone who negotiates (confers with others in order to reach a settlement)
negotiant (n.)
A negotiator.
FAQs About the word negotiant
έμπορος
someone who negotiates (confers with others in order to reach a settlement)A negotiator.
διαπραγματευτής,μεσάζοντας,διαμεσολαβητής,διαπραγματευτής,πληρεξούσιος,πράκτορας,Πρέσβης,κατευναστής,Δικηγόρος,μεσίτης
No antonyms found.
negotiable instrument => Διαπραγματεύσιμο μέσο, negotiable => Διαπραγματεύσιμο, negotiability => διαπραγματευσιμότητα, negociate => διαπραγματεύομαι, negoce => εμπόριο,