Greek Meaning of negligently

απρόσεκτα

Other Greek words related to απρόσεκτα

Definitions and Meaning of negligently in English

Wordnet

negligently (r)

in a negligent manner

Webster

negligently (adv.)

In a negligent manner.

FAQs About the word negligently

απρόσεκτα

in a negligent mannerIn a negligent manner.

απρόσεκτος,τεμπέλης,αμελής,παραμελώ,ερειπωμένο,αδιάφορος,ανεύθυνος,χαλαρός,απερίσκεπτος,αμελής

προσεκτικός, προσεκτική,προσεκτικός,προσεκτικός,συνειδητός,σχολαστικός,υπεύθυνος,μη αμελής,συναγερμός,επιφυλακτικός,συνετός

negligent => αμελής, negligence => αμέλεια, negligee => Νεγκλιζέ, neglige => νυχτικό, neglective => αμελής,