Greek Meaning of negotiability

διαπραγματευσιμότητα

Other Greek words related to διαπραγματευσιμότητα

Definitions and Meaning of negotiability in English

Webster

negotiability (n.)

The quality of being negotiable or transferable by indorsement.

FAQs About the word negotiability

διαπραγματευσιμότητα

The quality of being negotiable or transferable by indorsement.

πλωτός,σαφής,ξεκαθαρισμένο,ικανοποιητικός,ανεμπόδιστος,δωρεάν,ανοιχτό,Ξεβουλωμένο,ανοιχτός,ασταμάτητος

αποκλεισμένο,Κλειστό,συνωστισμένος,απροσπέλαστος,απέραστο,σταμάτησε,μη διαπραγματεύσιμο,πνιγμένος,βουλωμένο,φράχθηκε

negociate => διαπραγματεύομαι, negoce => εμπόριο, negligible => αμελητέος, negligently => απρόσεκτα, negligent => αμελής,