Greek Meaning of troubleshooter

Αντιμετώπιση προβλημάτων

Other Greek words related to Αντιμετώπιση προβλημάτων

Definitions and Meaning of troubleshooter in English

Wordnet

troubleshooter (n)

a worker whose job is to locate and fix sources of trouble (especially in mechanical devices)

FAQs About the word troubleshooter

Αντιμετώπιση προβλημάτων

a worker whose job is to locate and fix sources of trouble (especially in mechanical devices)

γιατρός,μηχανικός,μπαλωματής,επισκευαστής,επισκευαστής / μαστόρι,τεχνικός συντήρησης,μάστορας για όλες τις δουλειές,ανακαινιστής,τεχνίτης,Μάστορας

No antonyms found.

trouble-shoot => Αντιμετώπιση προβλημάτων, troubleshoot => Αντιμετώπιση προβλημάτων, troubler => ταραχοποιός, troublemaker => Άτακτο, trouble-free => Απροβλημάτιστος,