FAQs About the word renovator

ανακαινιστής

a skilled worker who is employed to restore or refinish buildings or antique furnitureOne who, or that which, renovates.

γιατρός,μάστορας για όλες τις δουλειές,μπαλωματής,επισκευαστής,τεχνίτης,Πολυτεχνίτης,μηχανικός,επισκευαστής / μαστόρι,τεχνικός συντήρησης,Μάστορας

No antonyms found.

renovation => ανακαίνιση, renovate => ανακαινίζω, renouncing => εγκατάλειψη, renouncer => αποκηρυκτής, renouncement => αποκήρυξη,