FAQs About the word renovel

ανακαινίζω

To renew; to renovate.

No synonyms found.

No antonyms found.

renovator => ανακαινιστής, renovation => ανακαίνιση, renovate => ανακαινίζω, renouncing => εγκατάλειψη, renouncer => αποκηρυκτής,