Greek Meaning of handyman
τεχνίτης
Other Greek words related to τεχνίτης
Nearest Words of handyman
- handystroke => εύχρηστο εγκεφαλικό επεισόδιο
- handyy-dandy => Επιδέξιος
- hang => κρέμασμα
- hang around => αραιώνω
- hang back => Μένω πίσω
- hang by a hair => κρέμαμαι από μια τρίχα
- hang by a thread => κρέμομαι από μια κλωστή
- hang glide => Αλεξίπτωτο πλαγιάς
- hang glider => Αλεξίπτωτο ανεμόπτερο
- hang gliding => Αετοπτερισμός
Definitions and Meaning of handyman in English
handyman (n)
a man skilled in various odd jobs and other small tasks
FAQs About the word handyman
τεχνίτης
a man skilled in various odd jobs and other small tasks
γιατρός,Πολυτεχνίτης,ανακαινιστής,επισκευαστής,επισκευαστής / μαστόρι,τεχνίτης,μάστορας για όλες τις δουλειές,μηχανικός,μπαλωματής,τεχνικός συντήρησης
No antonyms found.
handygripe => λαβή, handyfight => μάχη σώμα με σώμα, handy => πρακτικός, handwritten => χειρόγραφο, handwriting expert => Γραφολόγος,