Greek Meaning of handygripe
λαβή
Other Greek words related to λαβή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of handygripe
- handyman => τεχνίτης
- handystroke => εύχρηστο εγκεφαλικό επεισόδιο
- handyy-dandy => Επιδέξιος
- hang => κρέμασμα
- hang around => αραιώνω
- hang back => Μένω πίσω
- hang by a hair => κρέμαμαι από μια τρίχα
- hang by a thread => κρέμομαι από μια κλωστή
- hang glide => Αλεξίπτωτο πλαγιάς
- hang glider => Αλεξίπτωτο ανεμόπτερο
Definitions and Meaning of handygripe in English
handygripe (n.)
Seizure by, or grasp of, the hand; also, close quarters in fighting.
FAQs About the word handygripe
λαβή
Seizure by, or grasp of, the hand; also, close quarters in fighting.
No synonyms found.
No antonyms found.
handyfight => μάχη σώμα με σώμα, handy => πρακτικός, handwritten => χειρόγραφο, handwriting expert => Γραφολόγος, handwriting => Χειρόγραφο,