Greek Meaning of troubler
ταραχοποιός
Other Greek words related to ταραχοποιός
- συνθήκη
- νόσος
- διαταραχή
- Πυρετός
- άρρωστος
- ασθένεια
- Νόσος
- αγάπη
- ασθένεια
- Σφάλμα
- παράπονο
- Επιπλοκή
- τσίμπαρο
- Λοίμωξη
- ασθένεια
- Ασθένεια
- πανούκλα
- περίπου
- μόλυνση
- Μεταδοτική νόσος
- μόλυνση
- αδυναμία
- παρακμή
- δυσκρασία
- επιδημία
- Αδυναμία
- κατάλληλο
- χωλότητα
- αδιαθεσία
- ερώτηση
- πανούκλα
- Νοσηρότητα
- ξόρκι
- ανθυγιεινότητα
- ασθένεια
- αδυναμία
Nearest Words of troubler
- troubleshoot => Αντιμετώπιση προβλημάτων
- trouble-shoot => Αντιμετώπιση προβλημάτων
- troubleshooter => Αντιμετώπιση προβλημάτων
- troublesome => ενοχλητικός
- troublesomeness => ενόχληση
- troubling => ανησυχητικό
- troublous => ταραγμένος
- trou-de-loup => Λαγούμι
- trough => γούρνα
- trough-shell => γούρνα-κέλυφος
Definitions and Meaning of troubler in English
troubler (n)
someone who deliberately stirs up trouble
troubler (n.)
One who troubles or disturbs; one who afflicts or molests; a disturber; as, a troubler of the peace.
FAQs About the word troubler
ταραχοποιός
someone who deliberately stirs up troubleOne who troubles or disturbs; one who afflicts or molests; a disturber; as, a troubler of the peace.
συνθήκη,νόσος,διαταραχή,Πυρετός,άρρωστος,ασθένεια,Νόσος,αγάπη,ασθένεια,Σφάλμα
Υγεία,ευεξία,Φυσική κατάσταση,Ανθεκτικότητα,σχήμα,υγεία,ολότητα,υγεία,υγεία,εγκάρδιος
troublemaker => Άτακτο, trouble-free => Απροβλημάτιστος, troubled => ανήσυχος, trouble spot => Επικίνδυνη περιοχή, trouble shooter => επίλυση προβλημάτων,