Greek Meaning of wellness

ευεξία

Other Greek words related to ευεξία

Definitions and Meaning of wellness in English

Wordnet

wellness (n)

a healthy state of wellbeing free from disease

FAQs About the word wellness

ευεξία

a healthy state of wellbeing free from disease

Φυσική κατάσταση,Υγεία,υγεία,ευκινησία,εγκάρδιος,Ανθεκτικότητα,υγεία,αντοχή,δύναμη,Πράσινο

ασθένεια,Νόσος,ασθένεια,συνθήκη,αδυναμία,νόσος,διαταραχή,Αδυναμία,ασθένεια,χωλότητα

well-natured => Καλοσυνάτος, well-mined => Καλά ανθρακωρυχείο, well-meant => καλοπροαίρετος, well-meaning => καλοπροαίρετος, well-meaner => Ευνόητος,