Greek Meaning of stamina
αντοχή
Other Greek words related to αντοχή
- αντοχή
- Ενέργεια
- μυς
- δύναμη
- αναπήδηση
- Ζωηρότητα
- θράσος
- Θάρρος
- θάρρος
- παύλα
- Αποφασιστικότητα
- δυναμική
- πνεύμα
- Φυσική κατάσταση
- πρωτοβουλία
- τζίντζερ
- γούστο
- Ανδρεία
- χυμός
- Μέταλλο
- νεύρο
- όρεξη
- ζωηρότητα
- επιμονή
- Δύναμη
- δύναμη
- άμυλο
- αντοχή
- ανεξάντλητη
- ζωντάνια
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- ξίδι
- ανδρισμός
- ζωτικότητα
- φερμουάρ
- σπονδυλική στήλη
- μυική μάζα
- οδήγηση
- ίνα
- ανδρεία
- αέριο
- πηγαίνω
- χαλίκι
- Τόλμη
- σπλάχνα
- ανθεκτικότητα
- Υγεία
- υγεία
- καρδιά
- βραχνάδα
- ζωή
- κύριος
- ίσως
- Μόξι
- μαδάω
- Ισχύς
- γροθιά
- ψήφισμα
- χυμός
- Κλικ
- υγεία
- ορμή
- ανθεκτικότητα
- ταμπεραμέντο
- Πράσινο
- ευεξία
- βόμβος
- φασόλια
Nearest Words of stamina
Definitions and Meaning of stamina in English
stamina (n)
enduring strength and energy
FAQs About the word stamina
αντοχή
enduring strength and energy
αντοχή,Ενέργεια,μυς,δύναμη,αναπήδηση,Ζωηρότητα,θράσος,Θάρρος,θάρρος,παύλα
αποδυνάμωση,αδυναμία,Λιχουδιά,αναπηρία,εξασθένηση,λιποθυμία,Αδυναμία,ευθραυστότητα,ασθένεια,ασθένεια
stamen => Στήμονας, stambul => Κωνσταντινούπολη, stamboul => Κωνσταντινούπολη, stalwartness => σταθερότητα, stalwart => σταθερός,