Greek Meaning of mettle
Μέταλλο
Other Greek words related to Μέταλλο
- Θάρρος
- δύναμη
- αντοχή
- δύναμη
- σπονδυλική στήλη
- αναπήδηση
- Ζωηρότητα
- θράσος
- θάρρος
- παύλα
- Αποφασιστικότητα
- δυναμική
- ανδρεία
- τζίντζερ
- χαλίκι
- Τόλμη
- γούστο
- Ανδρεία
- ζωή
- ίσως
- μυς
- ζωηρότητα
- Δύναμη
- Ισχύς
- ορμή
- άμυλο
- ζωντάνια
- ζωντάνια
- ξίδι
- ζωτικότητα
- Κινούμενα σχέδια
- Ζήλος
- Ζωντάνια
- οδήγηση
- Ενέργεια
- πνεύμα
- Θέρμη
- ίνα
- φωτιά
- αέριο
- πρωτοβουλία
- πηγαίνω
- σπλάχνα
- Θάρρος
- καρδιά
- χυμός
- ζωηρότητα
- κύριος
- Μόξι
- νεύρο
- όρεξη
- πάθος
- επιμονή
- μαδάω
- θάρρος
- γροθιά
- ψήφισμα
- χυμός
- Κλικ
- πνεύμα
- ζωντάνια
- ζωηρότητα
- ταμπεραμέντο
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- Ζωηρότητα
- ζήλος
- βόμβος
- φερμουάρ
- ορμή
- ζωώδες ένστικτο
- φασόλια
- Εντερική αντοχή
- Ντομπροσύνη
- Ζωντάνια
Nearest Words of mettle
Definitions and Meaning of mettle in English
mettle (n)
the courage to carry on
mettle (n.)
Substance or quality of temperament; spirit, esp. as regards honor, courage, fortitude, ardor, etc.; disposition; -- usually in a good sense.
FAQs About the word mettle
Μέταλλο
the courage to carry onSubstance or quality of temperament; spirit, esp. as regards honor, courage, fortitude, ardor, etc.; disposition; -- usually in a good se
Θάρρος,δύναμη,αντοχή,δύναμη,σπονδυλική στήλη,αναπήδηση,Ζωηρότητα,θράσος,θάρρος,παύλα
δειλία,Δειλ�α,Δειλία,κρύα πόδια,Δειλία,δειλία,δειλία,αδυναμία,Λιχουδιά,δειλία
metternich => Μέτερνιχ, mette => Μέττε, metroxylon sagu => Σαγοφόρος φοινικοειδές, metroxylon => μετρόξυλον, metrotomy => μητροτομία,