Greek Meaning of ruggedness

ανθεκτικότητα

Other Greek words related to ανθεκτικότητα

Definitions and Meaning of ruggedness in English

Wordnet

ruggedness (n)

the property of being big and strong

the quality of being topologically uneven

the quality of being difficult to do

FAQs About the word ruggedness

ανθεκτικότητα

the property of being big and strong, the quality of being topologically uneven, the quality of being difficult to do

καθαριότητα,ανθεκτικότητα,αντοχή,δύναμη,αντοχή,ζωντάνια,ζωτικότητα,ευκινησία,ζωηρότητα,Ανθεκτικότητα

Αδυναμία,ασθένεια,Νόσος,ασθένεια,αδυναμία,συνθήκη,αδυναμία,παρακμή,νόσος,διαταραχή

ruggedly => Ανθεκτικό, ruggedize => στιβαρός, ruggedization => Αντοχή, ruggedise => σκληραγωγημένος., ruggedisation => Ανθεκτικότητα,