Greek Meaning of flushness
Ερυθρότητα
Other Greek words related to Ερυθρότητα
Nearest Words of flushness
Definitions and Meaning of flushness in English
flushness (n.)
The state of being flush; abundance.
FAQs About the word flushness
Ερυθρότητα
The state of being flush; abundance.
δραστηριότητα,ευκινησία,λουλούδι,καθαριότητα,FLUSH,ανθεκτικότητα,ζωηρότητα,ανθεκτικότητα,αντοχή,δύναμη
ασθένεια,Νόσος,ασθένεια,αδυναμία,συνθήκη,αδυναμία,νόσος,διαταραχή,Αδυναμία,ασθένεια
flushless toilet => τουαλέτα χωρίς καζανάκι, flushingly => ερυθρότητα, flushing => έκπλυση, flusher => Καζανάκι, flushed => κοκκινισμένος,