Greek Meaning of intercepting
παρακολούθηση
Other Greek words related to παρακολούθηση
Nearest Words of intercepting
Definitions and Meaning of intercepting in English
intercepting (p. pr. & vb. n.)
of Intercept
FAQs About the word intercepting
παρακολούθηση
of Intercept
αποκλεισμός,σύλληψη,αλίευση,αρπάζοντας,απαγορευτική,απόσπασμα,κατάσχεση,αρπαγή,παγίδευση,κολάρο
No antonyms found.
intercepter => αναχαιτιστής, intercepted => υποκλαπεί, intercept => υποκλέπτω, intercentrum => μεσοσπονδύλιο, intercentral => Ενδιάμεσος,