Greek Meaning of grabbing
αρπάζοντας
Other Greek words related to αρπάζοντας
- σύλληψη
- αλίευση
- αποκτώντας
- προ(σ)γείωση
- κατάσχεση
- εμπόδια
- αρπαγή
- συναρπαστικός
- σακούλιασμα
- συμπιέζοντας
- πάλη
- αρπαγή
- κατοχή
- εθιστικό
- υπνάκος
- κάρφωμα
- δίχτυ
- ραπ
- παγίδευση
- κολάρο
- αντιμετώπιση
- περίφραξη
- αγκαλιά
- αρπάζω (κάποιον)
- λαθροθηρία
- αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- απαγωγής
- κατανόηση
- γαύγισμα
- σφίγγοντας
- κράτηση
- μπλεγμένος
- σαγηνευτικός
- μπουκάλα
- Γλόβινγκ
- συναρπαστικός
- τρεμάμενος
- Λασοβόλημα
- αλληλοεμπλοκή
- σχίσιμο
- σχοινί
- προστασία
- πάλη
- καμπή
- Εμπλοκή
- Ελκυστικό
- στερέωση (ενεργοποίηση)
- ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- Εμποδίζοντας
Nearest Words of grabbing
Definitions and Meaning of grabbing in English
grabbing (p. pr. & vb. n.)
of Grab
FAQs About the word grabbing
αρπάζοντας
of Grab
σύλληψη,αλίευση,αποκτώντας,προ(σ)γείωση,κατάσχεση,εμπόδια,αρπαγή,συναρπαστικός,σακούλιασμα,συμπιέζοντας
χαμένος,εκφόρτωση,πτώση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,χαλάρωση,απελευθέρωση
grabber => αρπάκτι, grabbed => άρπαξε, grab sample => δείγμα με χέρι, grab bar => Χειρολαβή, grab bag => τσάντα έκπληξη,