Greek Meaning of latching (on or onto)
ασφαλίζοντας (στο ή στο)
Other Greek words related to ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- σύλληψη
- προσκολλούμενος (σε)
- αρπάζοντας
- αρπάζω (κάποιον)
- παγίδευση
- σακούλιασμα
- φέροντας
- αλίευση
- κολάρο
- περίφραξη
- συναίσθημα
- δακτυλοθεσία
- πάλη
- χειρισμός
- εθιστικό
- προ(σ)γείωση
- υπνάκος
- κάρφωμα
- ξύσιμο
- κατάσχεση
- λαθροθηρία
- αρπαγή
- λήψη
- ρουλεμάν
- σφίγγοντας
- σφίξιμο
- συμπιέζοντας
- λίκνισμα
- Αγκαλιάζει
- αρπαγή
- συναρπαστικός
- κατοχή
- αγκαλιά
Nearest Words of latching (on or onto)
- latches (on or onto) => (στο ή στο)
- latches => μάνταλα
- latched (on or onto) => κλειδωμένος (σε ή σε)
- latch (on or onto) => κουμπώνω (σε ή πάνω)
- lasts => διαρκεί
- lasting (beyond) => Μόνιμος (πέρα από)
- lasted (beyond) => διήρκεσε (πέρα από)
- last words => τελευταία λόγια
- last minutes => Τελευταία λεπτά
- last ditches => Τελευταίες τάφροι
Definitions and Meaning of latching (on or onto) in English
latching (on or onto)
No definition found for this word.
FAQs About the word latching (on or onto)
ασφαλίζοντας (στο ή στο)
σύλληψη,προσκολλούμενος (σε),αρπάζοντας,αρπάζω (κάποιον),παγίδευση,σακούλιασμα,φέροντας,αλίευση,κολάρο,περίφραξη
πτώση,Giving = Δίνοντας,παραιτούμαι,δίνοντας,διανέμοντας,παράδοση,στροφή,παραχώρηση,παράδοση,Απελευθέρωση
latches (on or onto) => (στο ή στο), latches => μάνταλα, latched (on or onto) => κλειδωμένος (σε ή σε), latch (on or onto) => κουμπώνω (σε ή πάνω), lasts => διαρκεί,