Greek Meaning of hugging
αγκαλιά
Other Greek words related to αγκαλιά
Nearest Words of hugging
Definitions and Meaning of hugging in English
hugging (n)
affectionate play (or foreplay without contact with the genital organs)
hugging (p. pr. & vb. n.)
of Hug
FAQs About the word hugging
αγκαλιά
affectionate play (or foreplay without contact with the genital organs)of Hug
συγχαίροντας,επευφημώντας,κολακευτικό,χαιρετώντας,χειροκροτώντας,αποθεώνοντας,εξυμνώντας,συγχαρητήριος,χαλάζι,επαινετικό
Μειωτικός,καταγγέλλοντας,απαξιωτικός,απόσβεση,φθίνων,έκπτωση,απαξιωτικός,Ελαχιστοποίηση,συκοφαντίες,Κλαίγοντας προς τα κάτω
hugger-mugger => λάθρα, hugger mugger => κρυφά, hugger => αγκαλιά, hugged => Αγκαλιάστηκε, hugely => πολύ,