Greek Meaning of latch (on or onto)
κουμπώνω (σε ή πάνω)
Other Greek words related to κουμπώνω (σε ή πάνω)
Nearest Words of latch (on or onto)
- latched (on or onto) => κλειδωμένος (σε ή σε)
- latches => μάνταλα
- latches (on or onto) => (στο ή στο)
- latching (on or onto) => ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- lathers => σαπουνίζει
- latitude(s) => Γεωγραφικά πλάτη
- latitudes => Γεωγραφικά πλάτη
- latrines => αποχωρητήρια
- lattices => πλέγματα
- laudations => επαίνους
Definitions and Meaning of latch (on or onto) in English
latch (on or onto)
No definition found for this word.
FAQs About the word latch (on or onto)
κουμπώνω (σε ή πάνω)
σύλληψη,προσκολλάω σε,αρπάζω,Παλεύω,γάντζος,γη,Καρφί,κατάσχεση,αρπάζω,αρπάζω
σταγόνα,δίνω,χέρι,αναποδογυρίζω,παραχωρώ,παραδίδω,εγκαταλείπω,διανέμω,Παραδώσω,Απελευθέρωση
lasts => διαρκεί, lasting (beyond) => Μόνιμος (πέρα από), lasted (beyond) => διήρκεσε (πέρα από), last words => τελευταία λόγια, last minutes => Τελευταία λεπτά,