Greek Meaning of latch (on or onto)

κουμπώνω (σε ή πάνω)

Other Greek words related to κουμπώνω (σε ή πάνω)

Definitions and Meaning of latch (on or onto) in English

latch (on or onto)

No definition found for this word.

FAQs About the word latch (on or onto)

κουμπώνω (σε ή πάνω)

σύλληψη,προσκολλάω σε,αρπάζω,Παλεύω,γάντζος,γη,Καρφί,κατάσχεση,αρπάζω,αρπάζω

σταγόνα,δίνω,χέρι,αναποδογυρίζω,παραχωρώ,παραδίδω,εγκαταλείπω,διανέμω,Παραδώσω,Απελευθέρωση

lasts => διαρκεί, lasting (beyond) => Μόνιμος (πέρα ​​από), lasted (beyond) => διήρκεσε (πέρα από), last words => τελευταία λόγια, last minutes => Τελευταία λεπτά,