Greek Meaning of lasses
μελάσσα
Other Greek words related to μελάσσα
Nearest Words of lasses
- lassies => κορίτσια
- last (beyond) => Τελευταίος (πέρα)
- last ditch => τελευταία ελπίδα
- last ditches => Τελευταίες τάφροι
- last minutes => Τελευταία λεπτά
- last words => τελευταία λόγια
- lasted (beyond) => διήρκεσε (πέρα από)
- lasting (beyond) => Μόνιμος (πέρα από)
- lasts => διαρκεί
- latch (on or onto) => κουμπώνω (σε ή πάνω)
Definitions and Meaning of lasses in English
lasses
a young woman, sweetheart
FAQs About the word lasses
μελάσσα
a young woman, sweetheart
πουλαδάκια,κορίτσια,κορίτσια,Κυρίες,Νύμφες,γυναίκες,Μπόμπι σόκερς,Νεαρές δεσποινίδες,κυρίες,νεράιδες
No antonyms found.
lashins => πάρα πολλοί, lashing (out) => μαστίγωμα (για), lashes => βλεφαρίδες, lashed (out) => ξέσπασε, επιτέθηκε, laser disc => Λέιζερ δίσκους,