Greek Meaning of latches
μάνταλα
Other Greek words related to μάνταλα
- στροφές
- Γραβάτες
- Μπουλόνια
- σφιγκτήρες
- Κούμπωμα
- Σφίγγει
- Κλίντζερ
- κλιπ
- συνδέει
- κόλλες
- κρέμεται
- ζυγούς
- ενώνεται
- ζυμαρικά
- Καρφίτσες
- Βίδες
- ιμάντες
- αντιμετωπίζει
- επιθήματα
- Σύνδεσμοι
- προσκολλάται
- επισυνάπτει
- ζώνες
- δένει
- επιδιορθώσεις
- Σιδεριές
- κορδόνια
- βλεφαρίδες
- νύχια
- επιθέματα
- Πριτσίνια
- δεσμά
- συνδετήρες
- ξυλάκια
- τακούνια
- διακόπτες
- ενώνει
- ζυγός
- κουμπιά
- συγκολλά
- επανασυνδέει
- προθήματα
Nearest Words of latches
- latched (on or onto) => κλειδωμένος (σε ή σε)
- latch (on or onto) => κουμπώνω (σε ή πάνω)
- lasts => διαρκεί
- lasting (beyond) => Μόνιμος (πέρα από)
- lasted (beyond) => διήρκεσε (πέρα από)
- last words => τελευταία λόγια
- last minutes => Τελευταία λεπτά
- last ditches => Τελευταίες τάφροι
- last ditch => τελευταία ελπίδα
- last (beyond) => Τελευταίος (πέρα)
Definitions and Meaning of latches in English
latches
to catch or fasten by means of a latch, night latch, to attach oneself, any of various devices in which mating mechanical parts engage to fasten but usually not to lock something, to get hold, to associate oneself intimately and often artfully, a fastener (as for a door) consisting essentially of a pivoted bar that falls into a notch, to lay hold with or as if with the hands or arms, a fastener (as for a door) in which a spring slides a bolt into a hole, to make fast with or as if with a latch, a catch (as a spring bolt) that holds a door or gate closed
FAQs About the word latches
μάνταλα
to catch or fasten by means of a latch, night latch, to attach oneself, any of various devices in which mating mechanical parts engage to fasten but usually not
στροφές,Γραβάτες,Μπουλόνια,σφιγκτήρες,Κούμπωμα,Σφίγγει,Κλίντζερ,κλιπ,συνδέει,κόλλες
μέρη,σπάει,αποσυνδέεται,διαχωρίζει,διασπάται,χωρίζει,διαζύγια,χαλαρώνει,ξεχωριστά,κόβει
latched (on or onto) => κλειδωμένος (σε ή σε), latch (on or onto) => κουμπώνω (σε ή πάνω), lasts => διαρκεί, lasting (beyond) => Μόνιμος (πέρα από), lasted (beyond) => διήρκεσε (πέρα από),