FAQs About the word clenches

Σφίγγει

to set or close tightly, to hold fast, clinch sense 2

Κούμπωμα,λαβές,αρπάζω,παλεύει,Κρατάει,αγκυροβόλια,Κλίντζερ,λαβές,μοχλοί,αγορές

Εκδόσεις

clemently => με επιείκεια, clefts => σχισμές, cleaves => σχίζει, cleave (to) => προσκολλάω (προς), clears out => ξεκαθαρίζει,