FAQs About the word clears out

ξεκαθαρίζει

to drive out or away usually forcibly, to go or run away often suddenly or secretly, depart, to drive out or away usually with force

διασκορπίζει,διαλύει,διαλύει,διασκορπίζει,Διαιρείται,σπαταλάει,σπάει,διαλύει,Διαχέει,μέρη

συναρμολογεί,ομάδες,συγκεντρώνει,Συμπυκνώματα,συγκεντρώνει,συσσωματώματα,Συνέρχεται,ενώνει

clears off => καθαρίζει, clears => καθαρίζει, clearings => Ξέφωτα, clearing out => Καθαρισμός, clearing off => καθάρισμα,