Greek Meaning of cleave (to)
προσκολλάω (προς)
Other Greek words related to προσκολλάω (προς)
Nearest Words of cleave (to)
Definitions and Meaning of cleave (to) in English
cleave (to)
to stick closely to (something), to stay very close to (someone)
FAQs About the word cleave (to)
προσκολλάω (προς)
to stick closely to (something), to stay very close to (someone)
προσκολλάω σε,σκέφτεται (για κάτι ή υπερβολικά),μεταφέρω,Αγκαλιά,κρατάω,συντηρώ,διατηρώ,θυμάμαι,διατηρώ,θησαυρός
πτώση,αρνούμαι,αδιαφορία,σταγόνα,ξεχάσω,αμέλεια,παραβλέπω,αρνούμαι,απορρίπτω,εγκαταλείπω
clears out => ξεκαθαρίζει, clears off => καθαρίζει, clears => καθαρίζει, clearings => Ξέφωτα, clearing out => Καθαρισμός,