Greek Meaning of clenching
σφίξιμο
Other Greek words related to σφίξιμο
- συμπιέζοντας
- αρπάζοντας
- συναρπαστικός
- κατοχή
- φέροντας
- προσκολλούμενος (σε)
- λίκνισμα
- κρεμασμένο πάνω
- κρατώντας
- λήψη
- σακούλιασμα
- ρουλεμάν
- σύλληψη
- αλίευση
- σφίγγοντας
- κολάρο
- περίφραξη
- Αγκαλιάζει
- συναίσθημα
- δακτυλοθεσία
- πάλη
- αρπαγή
- χειρισμός
- εθιστικό
- αγκαλιά
- προ(σ)γείωση
- ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- υπνάκος
- κάρφωμα
- ξύσιμο
- κατάσχεση
- αρπάζω (κάποιον)
- λαθροθηρία
- αρπαγή
- παγίδευση
Nearest Words of clenching
Definitions and Meaning of clenching in English
clenching
to set or close tightly, to hold fast, clinch sense 2
FAQs About the word clenching
σφίξιμο
to set or close tightly, to hold fast, clinch sense 2
συμπιέζοντας,αρπάζοντας,συναρπαστικός,κατοχή,φέροντας,προσκολλούμενος (σε),λίκνισμα,κρεμασμένο πάνω,κρατώντας,λήψη
πτώση,Giving = Δίνοντας,δίνοντας,ξεκούμπωμα,παραχώρηση,παράδοση,παραιτούμαι,διανέμοντας,παράδοση,Απελευθέρωση
clenches => Σφίγγει, clemently => με επιείκεια, clefts => σχισμές, cleaves => σχίζει, cleave (to) => προσκολλάω (προς),