Greek Meaning of clenching

σφίξιμο

Other Greek words related to σφίξιμο

Definitions and Meaning of clenching in English

clenching

to set or close tightly, to hold fast, clinch sense 2

FAQs About the word clenching

σφίξιμο

to set or close tightly, to hold fast, clinch sense 2

συμπιέζοντας,αρπάζοντας,συναρπαστικός,κατοχή,φέροντας,προσκολλούμενος (σε),λίκνισμα,κρεμασμένο πάνω,κρατώντας,λήψη

πτώση,Giving = Δίνοντας,δίνοντας,ξεκούμπωμα,παραχώρηση,παράδοση,παραιτούμαι,διανέμοντας,παράδοση,Απελευθέρωση

clenches => Σφίγγει, clemently => με επιείκεια, clefts => σχισμές, cleaves => σχίζει, cleave (to) => προσκολλάω (προς),