Greek Meaning of cling (to)

προσκολλάω σε

Other Greek words related to προσκολλάω σε

Definitions and Meaning of cling (to) in English

cling (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word cling (to)

προσκολλάω σε

Αμύνω,ετοιμότητα,τηρώ (κάτι),λαξεύω (σε),Κρατώ,κρατάω (από),επιμένω (σε ή με),συμμορφώνεται με,αποδέχομαι,υιοθετώ

εγκαταλείπω,Έρημος,εγκαταλείπω,εγκαταλείπω,ανάκληση,επανεξετάζω,παραιτούμαι,ανακαλώ,παράδοση,ξαναπαίρνω

clinches => Κλίντζερ, climbs => αναρριχάται, climbing down => Κατέβασμα, climbing (aboard) => Αναρρίχηση (σε), climbed down => κατέβηκε,